- κοχλίζομαι
- κοχλίζομαι (Μ) [κόχλος (III)]αλείφομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοχλιστήρ — κοχλιστήρ, ῆρος, ὁ (Μ) [κοχλίζομαι] όργανο για επάλειψη τών βλεφάρων … Dictionary of Greek
κόχλος — (I) ο (AM κόχλος) 1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ… … Dictionary of Greek